καρεκλάδικο

καρεκλάδικο
τό
1) магазин, где торгуют стульями; 2) мастерская, где делают стулья

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "καρεκλάδικο" в других словарях:

  • καρεκλάδικο — το κατάστημα όπου κατασκευάζονται ή πουλιούνται καρέκλες: Παράγγειλα καρέκλες από το καρεκλάδικο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καρεκλάδικο — το [καρεκλάς] κατάστημα όπου κατασκευάζονται ή πωλούνται καρέκλες, καρεκλοποιείο, ή καρεκλοπωλείο …   Dictionary of Greek

  • καθεκλοποιείο — το [καθεκλοποιός] εργαστήριο κατασκευής καρεκλών, καρεκλάδικο …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»